τορπιλίζω, ρ. [<τορπίλη + κατάλ. -ίζω], τορπιλίζω· ενεργώ ύπουλα σε βάρος κάποιου ή κάποιων, για να μην μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους: «η αντιπολίτευση προσπάθησε να τορπιλίσει το νέο κοινωνικό πρόγραμμα που παρουσίασε ο πρωθυπουργός στη Βουλή || τα γεράκια της κυβέρνησης τορπίλισαν τις ειρηνευτικές συνομιλίες».